νουβυστικος

νουβυστικος
    νουβυστικός
    νου-βυστικός
    3
    [βύω] полный ума, умный
    

πρᾶγμα νουβυστικόν Arph. — хитрая штучка


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νουβυστικος" в других словарях:

  • νουβυστικός — νουβυστικός, ή, όν (Α) συνετός, μυαλωμένος. επίρρ... νουβυστικῶς (Α) συνετά, μυαλωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦς + βύω «κλείνω, αποφράσσω»] …   Dictionary of Greek

  • νουβυστικόν — νουβυστικός chock full of sense masc acc sg νουβυστικός chock full of sense neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουβυστικῶς — νουβυστικός chock full of sense adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»